- ὑπόστραβος
- ὑπόστραβοςsquinting a littlemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόστραβος — ον, ΜΑ [στραβός] κάπως αλλήθωρος … Dictionary of Greek
ὑπόστραβοι — ὑπόστραβος squinting a little masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
υποστραβαινίζω — Α [ὑπόστραβος] είμαι λίγο αλλήθωρος … Dictionary of Greek